29/7/13

Από το συριακό αδιέξοδο στον περιφερειακό πόλεμο

ΣΥΡΙΑ Ισορροπία δυνάμεων, ανισορροπία επιθυμιών
Gresh Alain , [Βασιλοπούλου Κορίνα (μτφ)]
Η προγραμματισμένη διάσκεψη « Γενεύη 2 » με αντικείμενο τη Συρία, αναβλήθηκε επ’ αόριστον. Την ίδια στιγμή, η πρόσφατη επικαιρότητα από το μέτωπο του πολέμου σημαδεύτηκε από τη νίκη των κυβερνητικών στρατευμάτων στο Κουσάιρ με τη βοήθεια της Χεσμπολάχ, καθώς και από την απόφαση των ΗΠΑ να εξοπλίσουν τους αντάρτες. Τίποτα δεν προαναγγέλλει ένα σύντομο τέλος των πολεμικών συγκρούσεων. Αντιθέτως, ο πόλεμος αποκτά ολοένα και εντονότερο θρησκευτικό χαρακτήρα και επεκτείνεται σε ολόκληρη την περιοχή.

« Ο ηγέτης της επανάστασης, αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, θα κάνει πραγματικότητα το όνειρό του ν’ απευθύνει το κήρυγμά του από τον άμβωνα του τζαμιού των Ομεϊάδων στη Δαμασκό. Θα ανακοινώσει ότι πέτυχε την ενότητα του Ισλάμ, την οποία είχε υποσχεθεί προ πολλού. Θα κατεβεί από τον άμβωνα δόξη και τιμή για να τοποθετήσει το χέρι του στο κεφάλι ενός φτωχού παιδιού και να δηλώσει με αυτόν τον τρόπο την ανοχή των ισχυρών [απέναντι στους Σουνίτες]. Κατόπιν, θα σταθεί όρθιος δίπλα από ορισμένους σουνίτες ουλεμάδες της Συρίας. Θα τους δώσει το χέρι και όλοι μαζί θα τα υψώσουν μπροστά στις κάμερες που θα απαθανατίζουν αυτή την ιστορική στιγμή » [1].
Έτσι περιγράφει ένας έγκριτος σαουδάραβας αρθογράφος, την επομένη της νίκης του συριακού στρατού στο Κουσάιρ, το ζοφερό, κατά τη γνώμη του, μέλλον ενός αραβικού κόσμου, ο οποίος θα έχει πέσει στα χέρια των « Περσών » και των Σιιτών.
Στον Λίβανο, την ίδια στιγμή, ο Χασάν Νασράλα, ο γενικός γραμματέας της Χεσμπολάχ, βγάζει έναν λόγο στον οποίο δικαιολογεί την αποστολή των μαχητών του στη Συρία, αναγνωρίζοντας, ωστόσο –σε αντίθεση με τον Μπασάρ Αλ Άσαντ– ότι, « αν ένα μεγάλο τμήμα των Σύρων υποστηρίζει το καθεστώς, ένα άλλο μεγάλο κομμάτι είναι σίγουρα αντίθετο ». Κατά την άποψή του, η εσωτερική αυτή διάσταση είναι δευτερεύουσας σημασίας και « ο Λίβανος, το Ιράκ, η Ιορδανία και το σύνολο της περιοχής είναι στόχος ενός αμερικανοϊσραηλινο-τακφιρισμού » [2], στον οποίο θα πρέπει να αντισταθούμε πάση θυσία, πράγμα που προϋποθέτει να συνδράμουμε το καθεστώς της Δαμασκού.
Τώρα πια, όπως εξηγεί ένας Αμερικανός αξιωματούχος στην πληρέστατη αναφορά που δημοσιεύει η Διεθνής Ομάδα Κρίσης [3], « ένας πόλεμος στη Συρία με περιφερειακές διαστάσεις τείνει να μετατραπεί σε περιφερειακό πόλεμο με επίκεντρο τη Συρία ». Ένας νέος « ψυχρός πόλεμος » διχάζει τη Μέση Ανατολή, παρόμοιος με εκείνον που είχε φέρει αντιμέτωπες, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, την Αίγυπτο του Νάσερ, σύμμαχο των Σοβιετικών, με τη Σαουδική Αραβία, η οποία ήταν σύμμαχος των Αμερικανών. Όμως, οι καιροί έχουν αλλάξει : ο αραβικός εθνικισμός έχει υποχωρήσει, ο θρησκευτικός λόγος είναι όλο και πιο διαδεδομένος και φτάνει μάλιστα κανείς στο σημείο να αναρωτιέται για τη βιωσιμότητα των κρατών και των συνόρων που προέκυψαν μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Συρία, με τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς της, τα εκατομμύρια των προσφύγων, την καταστροφή της βιομηχανικής υποδομής της, καθώς και της πολιτιστικής της κληρονομιάς, είναι το κύριο θύμα αυτής της αντιπαράθεσης. Η ελπίδα που γεννήθηκε την άνοιξη του 2011 μετατράπηκε σε εφιάλτη. Γιατί, άραγε, αυτό που κατέστη δυνατό στο Κάιρο δεν επαναλήφθηκε στη Δαμασκό ;

Η αποφασιστικότητα Ιράν και Ρωσίας

Ο Αιγύπτιος πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ ανετράπη με σχετική ευκολία για δύο τουλάχιστον λόγους. Οι ελίτ και τα κοινωνικά στρώματα που είχαν σχέσεις με το καθεστώς δεν ένιωσαν ποτέ πραγματικά να απειλούνται τα προνόμιά τους, πολύ λιγότερο δε η σωματική τους ακεραιότητα. Είτε μιλάμε για επιχειρηματίες, για υψηλόβαθμους αξιωματικούς του στρατού ή για στελέχη των σωμάτων ασφαλείας, όλοι τους κατόρθωσαν να επαναπροδιοριστούν ομαλά μετά την επανάσταση. Μόνο μια ισχνή μειονότητα οδηγήθηκε στα δικαστήρια –και αυτό με καθυστέρηση και παλινωδίες. Εξάλλου, η αποχώρηση του Μπουμπάρακ δεν διατάραξε στο ελάχιστο τα γεωπολιτικά δεδομένα. Οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία μπορούσαν να προσαρμοστούν σε αλλαγές που δεν επιθυμούσαν, αλλά που δεν απειλούσαν κιόλας τα θεμελιώδη συμφέροντά τους. Αρκούσε να τις φέρουν στα μέτρα τους.
Στη Συρία έχουμε να κάνουμε με ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό. Από την αρχή των αντιδράσεων, η απεριόριστη χρήση βίας από τις μυστικές υπηρεσίες επέτρεψε στο καθεστώς να κερδίσει πολύτιμους μήνες και να οργανωθεί. Οδήγησε στη στρατικοποίηση της αντιπολίτευσης και στην κλιμάκωση, ακόμα και στον θρησκευτικό φανατισμό, προκειμένου να υποδαυλίσει τους φόβους σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού : όχι μόνο των μειονοτήτων, αλλά και της μεγαλοαστικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων στα αστικά κέντρα, τα οποία τρομοκρατήθηκαν από τον εξτρεμιστικό λόγο ορισμένων ομάδων της αντιπολίτευσης και από την εισροή ξένων μαχητών, την οποία προέβαλε το καθεστώς.
Όσο πολλαπλασιάζονταν οι σφαγές, τόσο γινόταν αδύνατη η όποια μετάβαση χωρίς πνεύμα ρεβανσισμού και, καλώς ή κακώς, κάποια σχετικά μεγάλα κοινωνικά στρώματα που φοβόντουσαν για την επιβίωσή τους σε περίπτωση νίκης των « ισλαμιστών », συντάσσονταν με το καθεστώς. Το φάσμα του ισλαμισμού τρομάζει, καθώς επισείεται εδώ και χρόνια σε πολλές δυτικές πρωτεύουσες και δικαιολογεί τη Δαμασκό όταν λέει, απευθυνόμενη στη Γαλλία : « Γιατί βοηθάτε στη Συρία τις ομάδες που πολεμάτε στο Μάλι » ;
Το καθεστώς έπαιξε, επίσης, με τη στρατηγική του θέση απέναντι στους δύο βασικούς συμμάχους του, το Ιράν και τη Ρωσία, δύο χώρες που αναμείχθηκαν σε αυτή τη σύγκρουση με πολύ μεγαλύτερη αποφασιστικότητα από τις αραβικές ή τις δυτικές χώρες –μια αποφασιστικότητα η οποία ξάφνιασε τους αντιπάλους τους.
Για το Ιράν, η Συρία αποτελεί, από την εποχή της επανάστασης του 1979, τον μόνο ασφαλή σύμμαχο, αυτόν που την στήριξε σε όλες τις δύσκολες στιγμές, κυρίως απέναντι στην ιρακινή εισβολή το 1980, όταν όλες οι χώρες του Κόλπου έπαιρναν το μέρος του Σαντάμ Χουσεΐν. Καθώς η χώρα είναι περισσότερο απομονωμένη τα τελευταία χρόνια κι έρχεται αντιμέτωπη με αυστηρότατες κυρώσεις από Αμερική και Ευρώπη και καθώς ο κίνδυνος μιας στρατιωτικής εισβολής, ισραηλινής ή/και αμερικανικής δε μπορεί να αποκλειστεί, η εμπλοκή της ισλαμικής δημοκρατίας στη Συρία –είναι, δεν είναι ηθική- αποτελεί μια ορθολογική στρατηγική επιλογή, η οποία, προφανώς, δεν πρόκειται να επηρεαστεί από την εκλογή του νέου προέδρου Χασάν Ροχανί. Γραμμή πίστωσης στην κεντρική τράπεζα της Συρίας, χορήγηση πετρελαίου, αποστολή στρατιωτικών συμβούλων : η Τεχεράνη δεν έκανε πίσω σε τίποτα προκειμένου να σώσει τον σύμμαχό της [4].
Το αποτέλεσμα της στράτευσης αυτής ήταν να παροτρύνει τη Χεσμπολάχ, με την υποστήριξη του Κρεμλίνου, να εμπλακεί ευθέως στις μάχες. Βέβαια, η οργάνωση και ο γενικός γραμματέας της θα μπορούσαν να αντιτάξουν το επιχείρημα ότι ήδη εισέρεαν στη Συρία διάφοροι πολεμιστές του Ισλάμ. Όμως, μια τέτοια παρέμβαση το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να επιδεινώσει τις εντάσεις μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών –τα ένοπλα επεισόδια πολλαπλασιάζονται στο Λίβανο– και να ρίξει νερό στον μύλο των πιο ακραίων κηρύκων του σουνιτισμού.
Η διάσκεψη που έγινε στο Κάιρο, στις 13 Ιουνίου του 2013, με σύνθημα « να στηρίξουμε τους Σύρους αδερφούς μας », απηύθηνε έκκληση για τζιχάντ (ιερό πόλεμο). Σε αυτή συμμετείχε και ο πρώην πρόεδρος της Αιγύπτου, Μοχάμεντ Μόρσι. Ενώ είχε φανεί διστακτικός ως προς την ατζέντα, ανακοίνωσε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη Δαμασκό. Η διάσκεψη σηματοδότησε μια κλιμάκωση στην αντισιιτική ρητορική, ακόμα και μεταξύ των μετριοπαθών σεΐχηδων. Ο εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου Αλ Αζχάρ, μείζονος ισλαμικού ιδρύματος με έδρα το Κάιρο, αναρωτήθηκε : « Τι σημαίνει η παρείσφρηση της Χεσμπολάχ, η οποία χύνει αίμα αθώων στο Κουσάιρ ; Γιατί είναι εκεί ; Αυτός είναι ένας πόλεμος κατά των Σουνιτών και απόδειξη για τον φανατισμό των Σιιτών » [5].
Όσο για τη Ρωσία, οι λόγοι της δικής της εμπλοκής ξεπερνούν κατά πολύ την προσωπικότητα του Βλαντίμιρ Πούτιν, τον οποίο ο διεθνής τύπος υποβιβάζει σε καρικατούρα. Απηχούν, πάνω από όλα, την επιθυμία της Μόσχας να βάλει τέλος στην ανυπαρξία της στην παγκόσμια σκηνή.
Χρειάζεται ένας Αιγύπτιος διπλωμάτης για να αποκρυπτογραφήσει αυτή την ανησυχία : « Οι Δυτικοί », μας εξηγεί, « πληρώνουν το τίμημα των προσπαθειών τους να θέσουν τη Ρωσία στο περιθώριο μετά το τέλος της ΕΣΣΔ. Έτσι, παρόλη την καλή θέληση του Μπόρις Γέλτσιν απέναντί τους, το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε ως τα σύνορα της χώρας ». Ως προς το κεφάλαιο Συρία, για δύο χρόνια « οι Δυτικοί πρότειναν απλώς στο Κρεμλίνο να συνταχθεί με το δικό τους σχέδιο. Κάτι τέτοιο δεν ήταν ρεαλιστικό ».
Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο παρερμηνεύθηκε η απόφαση 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τη Λιβύη, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η στρατιωτική επέμβαση, αποτέλεσε ψυχρολουσία για τη Ρωσία –και όχι μόνο για αυτή : πολλές χώρες, όπως η Βραζιλία, η Ινδία, η Νότια Αφρική, η Κίνα έχουν, έκτοτε, εκφράσει τις επιφυλάξεις τους ως προς τις αποφάσεις της Δύσης για τη Συρία όπως παρουσιάζονται στον ΟΗΕ. Για το Κρεμλίνο, η πτώση του καθεστώτος Αλ Άσαντ θα ήταν σοβαρό πλήγμα : θα αποτελούσε μια νέα νίκη για τους ισλαμιστές και θα υπήρχε κίνδυνος να επηρεάσει ακόμα και μέσα στους κόλπους της Ρωσικής Ομοσπονδίας τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, όπου, όπως καταγγέλλει, ασκείται έντονη ουαχαβιτική προπαγάνδα.
Απέναντι στη ρωσοϊρανική αποφασιστικότητα, η έξωθεν υποστήριξη προς τη συριακή αντιπολίτευση υπήρξε διχασμένη, αμφιταλαντευόμενη και αναποτελεσματική, μακριά από τη μεγάλη « σαουδο-καταρο-αμερικανο-ισραηλινο-σαλαφιστική » συνωμοσία. Από την Τουρκία ως τη Σαουδική Αραβία κι από το Κατάρ ως τη Γαλλία, ο καθένας έπαιξε με τους δικούς του όρους, ευνόησε τους πελάτες του, παρείχε βοήθεια στους μεν, ενώ την αρνήθηκε στους δε. Η κορύφωση της γελοιότητας επήλθε τον Απρίλιο του 2013, όταν το Κατάρ επέβαλε με πολλά εκατομμύρια δολάρια τον Γκασάν Χίτο, αμερικανικής υπηκοότητας, στη θέση του πρωθυπουργού μιας κυβέρνησης τόσο « μεταβατικής » όσο και φανταστικής. Η παρείσφρηση πλούσιων επιχειρηματιών από τις χώρες του Κόλπου, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται σε καμία κρατική στρατηγική και βρίσκονται εκτός οποιουδήποτε ελέγχου, διογκώνει κι άλλο το κομφούζιο [6].
Τέλος, είναι δύσκολο να βγάλει κανείς άκρη με τις τόσες φράξιες, ομάδες, « κατίμπας » (μονάδες μαχητών) που έχουν κατηγοριοποιηθεί με τη βολική όσο και παραπλανητική ετικέτα των « ισλαμιστών », κάτι που δεν αφήνει να διαφανεί η διαφορετικότητά τους ούτε οι στρατηγικές και πολιτικές τους διαφοροποιήσεις [7]. Έτσι, το μέτωπο Αλ-Νόσρα που δηλώνει ότι είναι της Αλ Κάιντα, προκαλεί τις ίδιες ανησυχίες στη Δύση και στη Σαουδική Αραβία, η οποία, την περίοδο 2003 – 2005, διεξήγαγε αγώνα μέχρις εσχάτων κατά της οργάνωσης του Μπιν Λάντεν. Η ίδια ανησυχία εντοπίζεται και στις οργανώσεις των σαλαφιστών. Ο Νάντερ Μπακάρ, ο πολύ προβεβλημένος εκπρόσωπος του Αλ Νουρ, του μεγαλύτερου σαλαφικού κόμματος της Αιγύπτου, μας εξηγεί ότι δεν πρέπει να στρωθεί το έδαφος για την Αλ Κάιντα : « Εμείς, αυτό που ζητάμε, είναι μια ζώνη εναέριου αποκλεισμού, για να μπορέσουν οι επαναστάτες να νικήσουν μόνοι τους. Εμείς προτρέπουμε τους Αιγύπτιους να μην πάνε στο μέτωπο : η νίκη πρέπει να είναι των Σύρων και μόνο αυτών ».

Ισόπαλο παιχνίδι

Η κακοφωνία ευνοήθηκε και από την απόμακρη στάση των ΗΠΑ, οι οποίες, όσο κι αν επιθυμούν την πτώση του συριακού καθεστώτος, δεν είναι πρόθυμες για μια νέα περιπέτεια στη Μέση Ανατολή ύστερα από τις αποτυχίες τους σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Ο Ρίτσαρντ Χάας μεταφέρει καλύτερα από όλους αυτή την εξέλιξη στις διαθέσεις της Ουάσινγκτον. Από τα σκεπτόμενα άτομα του ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, ειδικός στις διεθνείς σχέσεις και πρώην συνεργάτης του προέδρου Τζορτζ Γ. Μπους, δημοσίευσε πρόσφατα ένα βιβλίο με τίτλο « Η εξωτερική πολιτική ξεκινά από το σπίτι σου : γιατί πρέπει να ξαναμπούν σε τάξη οι ίδιες οι ΗΠΑ » [8]. Το σκεπτικό του ; Τα εσωτερικά προβλήματα, από την παρακμή του συστήματος μεταφορών μέχρι την έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, εμποδίζουν τις ΗΠΑ να ασκήσουν τον ρόλο παγκόσμιας ηγετικής δύναμης.
Πώς, λοιπόν, να ερμηνεύσει κανείς την απόφαση του Μπαράκ Ομπάμα να παράσχει όπλα στους αντάρτες της Συρίας ; Η χρήση αερίου σαρίν από τον συριακό στρατό, η οποία έχει αμφισβητηθεί έντονα [9] -σύμφωνα με την Ουάσινγκτον, έχει προκαλέσει τον θάνατο 140 από τα 90.000 θύματα του πολέμου- εμφανίζεται ως αυτό που είναι : μια πρόφαση. Για τι πράγμα, όμως ;
Η Συρία έχει γίνει και περιφερειακό και παγκόσμιο πεδίο μάχης και κανένα από τα δύο στρατόπεδα δε μπορεί να δεχτεί την ήττα. Μετά τη νίκη του Κουσάιρ, οι ΗΠΑ θέλουν να εμποδίσουν τυχόν –και μάλλον απίθανο – θρίαμβο του συριακού καθεστώτος, πόσω μάλλον από τη στιγμή που μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού, η οποία απορρίπτει την κυβέρνηση, έχει ριζοσπαστικοποιηθεί και δεν έχει πια τίποτα να χάσει. Αυτή η επιθυμία, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να μεταφραστεί σε μαζική επέμβαση, και ακόμα λιγότερο στην επιβολή ζωνών εναέριου αποκλεισμού ή στην αποστολή στρατευμάτων. Οπότε, αν διατηρηθεί η ισορροπία δυνάμεων, το αδιέξοδο θα συνεχιστεί, με σωρεία καταστροφών και νεκρών, αλλά και με τον κίνδυνο επέκτασης σε ολόκληρη την περιοχή, όπως συνοψίζει ο τίτλος της έκθεσης της ICG, « Οι μεταστάσεις της σύγκρουσης στη Συρία ».
Το Ιράκ, η Ιορδανία και ο Λίβανος βρίσκονται εκ νέου παγιδευμένοι στη σύγκρουση. Ιρακινοί και Λιβανέζοι πολεμιστές, Σουνίτες και Σιίτες, έρχονται αντιμέτωποι στη Συρία. Οι λεωφόροι της « διεθνούς των εξεγερμένων » (βλ. χάρτη) που από το Αφγανιστάν ως το Σαχέλ διακινούν μαχητές, όπλα και ιδέες, έχουν κορεστεί. Όσο οι εξωτερικοί πρωταγωνιστές εξακολουθούν να βλέπουν τη σύγκρουση ως ισόπαλο παιχνίδι, ο Γολγοθάς της Συρίας θα συνεχίζεται. Με τον κίνδυνο να συμπαρασύρει ολόκληρη την περιοχή.

Notes

[1] Jamal Khashogi, Al-Hayat, από το BBC Monitoring, Λονδίνο, 15-6-13.
[2] Η ομιλία αναμεταδόθηκε από το BBC Monitoring στις 15 Ιουνίου του 2003. Ο τακφιρισμός καταγγέλλει ως αποστάτες όλους τους μουσουλμάνους που δεν ακολουθούν τον δικό του προσανατολισμό.
[3] « Syria’s metastasiising conflict », International Crisis Group, Βρυξέλλες, Ιούνιος 2013.
[4] Βλ. Karim Emile Bitar, « Πόλεμοι κατά παραγγελία », Le Monde diplomatique, Ιούνιος 2013.
[5] « Sunnis clerics shift stance on Syria, urge jihad », BBC Monitoring Analysis, 14-6-13.
[6] Joby Warrick, « Private money pours into Syrian conflict as rich donors pick sides », The Washington Post, 16-6-13.
[7] Για να προσανατολιστούμε λίγο –αν και ο χάρτης έχει αλλάξει από τότε– « Tentative Jihad : Syria’s fundamentalist opposition », International Crisis Group, 12-10-12.
[8] Richard Haass, Foreign Policy Begins at Home : The Case for Putting America’s House in Order, Basic Books, Νέα Υόρκη, 2013.
[9] Οι δηλώσεις του Joost Hilterman στο Kareem Fahim, « Still more questions than answers on nerve gas in Syria », The New York Times, 13-6-13.

Le Monde Diplomatique

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.