3/12/09

Ελληνική Πολιτική στη Μέση Ανατολή


Του Ιωαννη Ν. Γρηγοριαδη*

Ενώ η Τουρκία αναμόρφωνε τη δική της μεσανατολική πολιτική, η εθελουσία αποχώρηση της Ελλάδος από τη Μέση Ανατολή τα τελευταία χρόνια είναι χαρακτηριστική μιας εσωστρεφούς αντιλήψεως για την εξωτερική πολιτική μιας χώρας, της οποίας τα ενδιαφέροντα μάλλον περιορίζονται στα ευρωπαϊκά θέματα και τις κατά καιρούς διπλωματικές διενέξεις με τους γείτονές της.

Tο μειωμένο ενδιαφέρον για τη Μέση Ανατολή δεν αναφέρεται δυστυχώς μόνον στο διπλωματικό επίπεδο. Στο πρόσφατο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Μεσανατολικών Σπουδών, το μεγαλύτερο του είδους, παγκοσμίως, συμμετείχαν δεκάδες Τούρκοι φοιτητές και ακαδημαϊκοί. Οι Ελληνες σύνεδροι μετριούνταν στα δάκτυλα του ενός χεριού, και αυτοί ακόμη εκπροσωπούσαν αλλοδαπά πανεπιστήμια.

Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις θεματικές περιοχές στις οποίες η ελληνική διπλωματία θα μπορούσε να αναπτύξει τις προσπάθειές της, ώστε ταχέως να αποκαταστήσει την παρουσία της στην περιοχή.

Πρώτον, η πλήρης ένταξη της Συρίας στους μηχανισμούς ευρωμεσογειακής συνεργασίας. Για πολιτικούς λόγους και με ευθύνη της Συρίας έχει καθυστερήσει η ανάπτυξη των ευρωσυριακών σχέσεων. Αυτή αποτελεί προϋπόθεση οποιασδήποτε ουσιαστικής ευρωπαϊκής συμβολής στην επίλυση του Παλαιστινιακού και τη μείωση της εντάσεως στον Λίβανο και τις σχέσεις Συρίας-Ισραήλ. Η Ελλάς έχει κάθε συμφέρον να αναλάβει ρόλο πρωταγωνιστικό στις σχετικές διαπραγματεύσεις, ώστε και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα στην περιοχή να προωθήσει και να βελτιώσει τις ιστορικά καλές σχέσεις της με μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις του αραβικού κόσμου.

Δεύτερον, επείγει η ανάπτυξη διπλωματικών και οικονομικών δεσμών με την Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση του βορείου Ιράκ. Η παρουσία χιλιάδων Κούρδων πολιτικών προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1970 έχει συμβάλει στην ύπαρξη καλών σχέσεων μεταξύ του κουρδικού και του ελληνικού λαού. Τη στιγμή που η ίδια η Τουρκία αναπτύσσει στενούς οικονομικούς δεσμούς με τους Κούρδους του βορείου Ιράκ, η απουσία ισχυρής ελληνικής παρουσίας στην περιοχή είναι εμβληματική της αδρανείας της ελληνικής διπλωματίας.

Το άνοιγμα ελληνικού προξενείου στην πρωτεύουσα της Κουρδικής Περιφερειακής Κυβερνήσεως Ερμπίλ οφείλει να είναι μόνον η αρχή μιας συστηματικής προσπάθειας οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας, η οποία μπορεί να επεκταθεί και στο πεδίο της ενέργειας. Αλίμονο αν αυτή εξαντληθεί στην εξαγγελθείσα ανέγερση μνημείου του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο πεδίο της Μάχης των Γαυγαμήλων, υπό τον φόβο αντίστοιχης πρωτοβουλίας Γκρούεφσκι.

Τρίτον, και ίσως σημαντικότερο. Η έξαρση της πειρατείας στα Στενά του Αντεν και στα ανοικτά της Υεμένης και της Σομαλίας αποτελεί τα τελευταία χρόνια μείζον πρόβλημα για το διεθνές εμπόριο και την παγκόσμια οικονομία. Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό -και λόγω του μεγέθους του- υφίσταται βαριές απώλειες. Αυτές δεν περιορίζονται στην περιοδική αρπαγή πλοίων από πειρατές και την καταβολή λύτρων. Επεκτείνονται και στην αναπροσαρμογή της πορείας των πλοίων, ώστε να αποφεύγονται οι επικίνδυνες περιοχές με σημαντικό οικονομικό κόστος. Η Ελλάς διαθέτει ισχυρό και αξιόμαχο πολεμικό ναυτικό, από τα ισχυρότερα στην Ευρώπη, και είναι σε θέση να αναλάβει πρωταγωνιστικές πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να συμβάλει αποφασιστικά στην πάταξη του φαινομένου της πειρατείας στην περιοχή.

Μία τέτοια πρωτοβουλία δεν θα προστατεύσει μόνον τα νόμιμα συμφέροντα του ελληνικού εμπορικού ναυτικού. Θα ενισχύσει το κύρος της χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Θα συμβάλει επίσης στη βελτίωση των σχέσεων με τα κράτη τα οποία πλήττονται περισσότερο από το φαινόμενο, τις πετρελαιοεξαγωγικές χώρες του Περσικού Κόλπου, την Κίνα και την Ινδία, χώρες με τις οποίες η βελτίωση των διπλωματικών σχέσεων πρέπει να αποτελεί ύψιστη διπλωματική προτεραιότητα. Η επιστροφή της ελληνικής διπλωματίας στη Μέση Ανατολή δεν απαιτεί απαραιτήτως την ανάληψη υψηλού και δυσανάλογου προς το προσδοκώμενο αποτέλεσμα κινδύνου. Προϋποθέτει μάλλον την έξοδο από μια επαρχιώτικη προσέγγιση του ρόλου της Ελλάδος στη Μέση Ανατολή και τον κόσμο.

* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
kathimerini.gr

2 σχόλια:

  1. Πολύ σωστά όσα λέγονται στο άρθρο. Μα δεν είναι αυτονόητο ότι πέρα απο τα όποια οικονομικά και πολιτικά οφέλη προκύπτουν απο τη συνεργασία μεταξύ χωρών τόσο της άμεσης περιοχής μας (βαλκάνια, Αίγυπτος κλπ) όσο και της ευρύτερης μέσης ανατολής προκύπτουν και υψίστης σημασίας στρατηγικά οφέλη; Αφού έχουμε την ατυχία να συνορεύουμε με την Τουρκία τουλάχιστον ας φερθούμε στοιχειωδώς έξυπνα και αντί να αναλωνόμαστε ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο και σε συμμαχίες και συνεργασίες που και την απειλή της Τουρκίας θα αμβλύνουν αλλά και εμάς θα καταστήσουν παράγοντα της περιοχής με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Γιατί όλα αυτά να είναι ακατανόητα για τις ελληνικές κυβερνήσεις;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εδω δεν εχουμε εθνικη πολιτικη για τη χωρα μας την οποια ξεπουλουν καθημερινα οι πολιτικοι μας,θα εχουμε για τη μεση Ανατολη;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.