Η δυναμική εμβάθυνσης της περιφερειακής συνεργασίας που πυροδοτήθηκε από την τριμερή σύνοδο του Καΐρου αρχίζει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ενός νέου υποσυστήματος ασφάλειας στη Ν.Α. Μεσόγειο. Στο επίκεντρο αυτού του διαμορφούμενου υποσυστήματος βρίσκεται η κοινή αντίληψη της ανάγκης αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού, όπως η κάθε μια πλευρά του υπό σύσταση γεωστρατηγικού  «τετραγώνου» την αντιλαμβάνεται.

Προφανώς για την Ελλάδα και την Κύπρο η αντίληψη της τουρκικής απειλής είναι πολύ πιο άμεση και σημαντική -θα έλεγα υπαρξιακή- συγκριτικά με τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η τουρκική επεκτατικότητα από το Ισραήλ και την Αίγυπτο.

Στην περίπτωση του Ισραήλ η απειλή σχετίζεται με σημαντικά αλλά μη ζωτικά διπλωματικά του συμφέροντα εστιαζόμενα στη διαφορετική προσέγγιση της κάθε χώρας αναφορικά με την επίλυση της συριακής διελκυστίνδας και τη διπλωματική/ηθική υποστήριξη του καθεστώτος Ερντογάν προς τη Χαμάς και την Ισλαμική Τζιχάντ. Το πρόβλημα του Ισραήλ είναι πρωτίστως πρόβλημα με το καθεστώς Ερντογάν και τη νεο-οθωμανική ιδεολογία του ΑΚΡ.

Στην περίπτωση της Αιγύπτου η απειλή εκλαμβάνεται πρωτίστως ως εσωτερική απειλή απονομιμοποίησης της νέας κυβέρνησης λόγω της αυτοανακήρυξης του κ. Ερντογάν σε «προστάτη-άγιο» της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο και το σύνολο της Εγγύς Ανατολής.

Για τον Ερντογάν ο Σίσι αποτελεί τον χειρότερο ιδεολογικο-πολιτικό του εφιάλτη λόγω του συμβολικού ρόλου του νυν προέδρου της Αιγύπτου ως ηγήτορα του στρατεύματος και της αναβαπτισμένης θεσμικής νομιμοποίησης του στρατεύματος στο πολιτικό γίγνεσθαι της Αιγύπτου μετά την επανάσταση του 2011.

Ο Σίσι αντιπροσωπεύει ό,τι ο ίδιος ο Ερντογάν απεχθάνεται για τον πολιτικό ρόλο του τουρκικού στρατεύματος που ο ίδιος αποδυνάμωσε, πολλώ δε μάλλον όταν ο Σίσι απογοήτευσε την προσπάθεια του Ερντογάν να εξάγει το «επιτυχημένο» μοντέλο της διακυβέρνησής του στην Αίγυπτο.

Εν ολίγοις τόσο το Ισραήλ όσο και η Αίγυπτος έχουν -σε διαφορετικό μεταξύ τους βαθμό- πρόβλημα όχι με την Τουρκία στο σύνολό της αλλά με την πολιτική Ερντογάν και την ιδεολογία του ΑΚΡ και είναι ένα πρόβλημα που ουσιαστικά καλούνται να αντιμετωπίσουν το μεν Ισραήλ μετά το 2010 και η δε Αίγυπτος μετά το 2013.

Η Ελλάδα και η Κύπρος αντιμετωπίζουν το «πρόβλημα» της Τουρκίας από την ημερομηνία γεννήσεώς τους ως ανεξάρτητα κράτη και είναι ιδιαιτέρως πιθανόν ότι θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν το «τουρκικό» πρόβλημα ως ζωτική απειλή εθνικής ασφαλείας ανεξαρτήτως της ιδεολογικής ταυτότητας της οποιασδήποτε τουρκικής κυβέρνησης.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις δομικές γεωστρατηγικές αποκλίσεις, η συσπείρωση του Καΐρου, που συμπληρώνει και ανατροφοδοτεί την τριμερή σύγκλιση Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ, αποτελεί μια γεωπολιτική καινοτομία ιδιαίτερης σπουδαιότητας.

Αντιπροσωπεύει μια μοναδική ευκαιρία εμβάθυνσης και εν συνεχεία διεύρυνσης των κοινών συμφερόντων μεταξύ των τεσσάρων πλευρών του γεωστρατηγικού τετραγώνου Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου. Αν και το άμεσο κίνητρο συγκρότησης του διαμορφώμενου «γεωστρατηγικού τετραγώνου» είναι η τουρκική επεκτατικότητα, η Ελλάδα και η Κύπρος δεν πρέπει να «τουρκοποιήσουν» τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τη χρησιμότητα ύπαρξής του.

Τόσο η Αίγυπτος όσο και το Ισραήλ δεν πρέπει να θεωρήσουν ότι το μοναδικό κίνητρο για την προσέγγισή τους με την Ελλάδα και την Κύπρο είναι η αντιμετώπιση της Τουρκίας αλλά η οικοδόμηση ενός ευρύτερου πλέγματος συμφερόντων που θα αυξήσουν τη γεωστρατηγική σπουδαιότητα των δύο ευρωπαϊκών κρατών για τους ίδιους ανεξαρτήτως του κοινού μας προβλήματος.

Ο λόγος είναι προφανής. Εάν η γεωπολιτική «υπεραξία» Ελλάδος και Κύπρου ανέβει στα μάτια Αιγυπτίων και Ισραηλινών, εκείνοι θα έχουν μικρότερο κίνητρο μεταστροφής της πολιτικής τους σε περίπτωση κατάρρευσης του καθεστώτος Ερντογάν ή απομάκρυνσης του ΑΚΡ από την εξουσία, όσο απόμακρο και εάν φαίνεται αυτό το ενδεχόμενο στα τέλη Νοεμβρίου 2014.

Τα συμφέροντα αυτά, οι «καταλύτες εμβάθυνσης» της αναπτυσσόμενης γεωστρατηγικής συνεννόησης, εμμέσως απαριθμούνται στη διακήρυξη του Καΐρου και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την από κοινού αντιμετώπιση του ISIS, την αποτροπή Σομαλοποίησης της Λιβύης, την επίλυση του Παλαιστινιακού μέσα στο κοινώς οριοθετηθέν πλαίσιο των συμφωνιών του Όσλο (1993, 1995) και τη γενικότερη μεταστροφή της πολιτικής της Ε.Ε. στην περιοχή προς μια πολύ πιο σαφή κατεύθυνση πολιτικού πραγματισμού (Realpolitik).



Αυτή ακριβώς η ρεαλιστική προσέγγιση έφερε τους ΥΠΕΞ της Ελλάδος και της Κύπρου στην τελετή ορκωμοσίας του κ. Σίσι την ώρα που οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι είτε σνόμπαραν είτε κράτησαν αποστάσεις από τη νέα κυβέρνηση. Αυτή η νέα ευρωπαϊκή πολιτική στην Εγγύς Ανατολή καλείται να θέσει ως πρώτη προτεραιότητά της την επανασταθεροποίηση της περιοχής και όχι τη σχεδόν συνθηματολογική ψευδαίσθηση μιας στιγμιαίας «δημοκρατικοποίησης», που -ας είμαστε ειλικρινείς- εμπεριέχει και μια μεγάλη δόση υποκρισίας εάν λάβουμε υπ' όψιν μας τον τρόπο αντίδρασης της Ε.Ε. στην καταστολή της μπαχρεϊνικής εξέγερσης τον Μάρτιο του 2011.

Πέραν των ανωτέρω διπλωματικών παραμέτρων ο σημαντικότερος και αμεσότερος «καταλύτης εμβάθυνσης» δεν είναι άλλος από την ενεργειακή συνεργασία. Μόλις δύο εβδομάδες μετά τη διακήρυξη της 8ης Νοεμβρίου ο υπουργός πετρελαίου της Αιγύπτου ήρθε στην Κύπρο για να ξεκινήσει μια μακρά διαδικασία διαπραγματεύσεων που ενδέχεται να καταλήξει στην πώληση σημαντικών ποσοτήτων κυπριακού (και πιθανότατα ισραηλινού αερίου) προς την αιγυπτιακή αγορά.

Με την κίνησή του αυτή το Καΐρο παράλληλα υπέδειξε στο Ισραήλ τη σαφή προτεραιότητα που δίνει στην εισαγωγή κυπριακού αερίου που θα μπορούσε προφανώς να συμπληρωθεί από σημαντικές ισραηλινές ποσότητες είτε από το Ταμάρ είτε από το Λεβιάθαν.

East Med Gas Corridor

Η παρουσία του Ελληνα υπουργού Ενέργειας Γ. Μανιάτη στη Λευκωσία και η εξέταση του ενδεχομένου κατασκευής του υποθαλάσσιου αγωγού διασύνδεσης των τριών χωρών (IICG-Interconnector Israel-Cyprus-Greece) στο πλαίσιο μια σοβαρής μελέτης σκοπιμότητας που θα χρηματοδοτηθεί από τα κεφάλαια της ΕΕ, διά μέσου των Projects of Common Interest-PCI, αποτελεί μια σαφέστατα θετική εξέλιξη.

Η Αθήνα, μολονότι αναγνωρίζει ότι η στρατηγική προτεραιότητα της Λευκωσίας παραμένει η υλοποίηση του τερματικού υγροποίησης στο Βασιλικό, ενισχύει το πολιτικό πλαίσιο υποστήριξης μιας πιθανής κατασκευής του IICG ως βραχίονα υλοποίησης ενός ευρύτερου Ενεργειακού Διαδρόμου Ανατολικής Μεσογείου για την ΕΕ (East Med Gas Corridor)

Το σημαντικό εν προκειμένω από γεωστρατηγικής απόψεως είναι ότι ο διάδρομος αυτός, είτε υλοποιηθεί (πρωτίστως) μέσω του LNG είτε υλοποιηθεί (δευτερευόντως) μέσω του IICG, θα διέλθει καθ' ολοκληρίαν από θαλασσίους χώρους ελληνικής «κυριαρχίας», εφόσον φυσικά κηρυχθεί και οριοθετηθεί ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση sine qua non για τη δυνητική υλοποίηση του IICG. Θα λειτουργήσει δηλαδή ανεξάρτητα από την πολιτική του Νοτίου Διαδρόμου που επιδιώκει να μεταφέρει στην Ευρώπη μη ρωσικό αέριο (Αζερμπαϊτζάν, Ιράκ, Κεντρική Ασία) μέσω μη ρωσικών οδεύσεων, οι οποίες ωστόσο κυριαρχούνται από την Τουρκία μέσω του αγωγού ΤΑΝΑΡ.

* Ο δρ Θεόδωρος Τσακίρης είναι επίκουρος καθηγητής Γεωπολιτικής & Υδρογονανθράκων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας & μέλος Συμβουλίου Γεωστρατηγικών Μελετών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι εκφραζόμενες απόψεις είναι αυστηρώς προσωπικές.
tsakiris.t@unic.ac.cy