Φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γενοκτονία των Αρμενίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που έχει αναγνωριστεί από τα ευρωπαϊκά κράτη -με πρωτοβουλία της Ρωσίας- σαν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, ήδη από το 1915. Εκπρόσωποι διαφορετικών γενεών Αρμενίων, μέλη του κινήματος «Θυμάμαι και απαιτώ», που έχει θέσει σαν κύριο σκοπό του τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, διηγήθηκαν στη RBTH τις ιστορίες των προγόνων τους. Ιστορίες απλών ανθρώπων που υπέφεραν και εξοντώθηκαν στη διάρκεια φρικτών «γεγονότων», αν μπορούμε να ονομάσουμε «γεγονότα» τις ανελέητες σφαγές ειρηνικού πληθυσμού.
Οβάνες, 51 ετών
Ο παππούς μου Σαρκίς, ήταν 8 ετών όταν έχασε ολόκληρη την οικογένειά του. Ο μικρός Σαρκίς ήταν ο μόνος απ’ τη φαμελιά του που με μια ομάδα Αρμενίων προσφύγων από τη Δυτική Αρμενία πέρασε στην Ανατολική Αρμενία. Ο Σαρκίς, που δεν μπόρεσε να ξαναβρεί κανέναν από τους συγγενείς του, μπήκε σε ορφανοτροφείο. Μόλις άκουσε ότι από το ορφανοτροφείο έστελναν τα παιδιά στο εξωτερικό, μακριά από την Αρμενία, το έσκασε απ’ το ίδρυμα τρομαγμένος, μέχρι που βρήκε καταφύγιο σ’ ένα από τα χωριά κοντά στην πόλη Γκιουμρί στο βόρειο τμήμα της Αρμενίας. Εκεί, τη φροντίδα και την προστασία του ανέλαβε μια οικογένεια ντόπιων Αρμενίων. Αργότερα, ο Σακρίς πολέμησε στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο (1941-45), στο νότο της Ρωσίας, στην ηρωϊκή άμυνα της «Μικρής γης» κοντά στο Νοβοροσίσκ (μία από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια μάχες στην παγκόσμια ιστορία, που κράτησε 225 ημέρες). Πέθανε το 1983.
Γκριγκόρι, 22 ετών

Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο
Ο προπάππους μου, από την πλευρά του πατέρα, κατάγεται από την πόλη Μους. Εκτός από αυτόν, στην οικογένεια υπήρχαν τέσσερις γιοί. Μετά τη σφαγή, μαζί με έναν από τους αδελφούς του, βρέθηκε στις νότιες περιοχές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, στην περιφέρεια της Σταυρούπολης. Ο νεότερος αδελφός του χάθηκε κοντά στο σπίτι. Η μητέρα τους άφησε το μικρό παιδί στη φροντίδα της υπηρέτριας, κουρδικής καταγωγής, και δεν τον ξαναείδαν ποτέ. Από τα εναπομείναντα στη ζωή δύο αδέλφια, το ένα με τη βοήθεια γαλλικής ανθρωπιστικής αποστολής διέφυγε με πλοίο στη Μασσαλία και το άλλο παιδί βρέθηκε τελικά στην πολιτεία Οχάιο των Ηνωμένων Πολιτειών. Αργότερα, ο αδελφός του παππού μου από τη Μασσαλία επέστρεψε στην ΕΣΣΔ, επανενώθηκε με τη μητέρα του και έγινε ένας ακτιβιστής κομμουνιστής. Αλλά δυστυχώς, δεν έζησε για πολύ καιρό. Εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια των μαζικών σταλινικών διώξεων στην ΕΣΣΔ.
Γκοάρ, 38 ετών

Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο
Ο παππούς μου ήταν 7 ετών, όταν ξεκίνησε η σφαγή. Εκείνος ήταν το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια. Υπήρχαν ακόμα δύο αδέλφια και μια αδελφή, ενώ η μητέρα τους ήταν έγκυος. Όταν ξεκίνησαν όλα, η μητέρα έδωσε στον άντρα της το μεγαλύτερο γιο για να προσπαθήσουν να διαφύγουν ξεχωριστά. Ήξερε πως σε μια τέτοια κατάσταση, με τρία μικρά παιδιά, δεν θα τα κατάφερναν να σωθούν. Ο παππούς μου με τον πατέρα του, μετακινούνταν από το ένα μέρος στο άλλο. Δεν είχαν τίποτα να φάνε, δεν έβρισκαν πουθενά ασφαλή χώρο για να κοιμηθούν. Ποτέ δεν έμαθε τι συνέβη στη μητέρα, τα αδέλφια και την αδελφή του. Όταν ο παππούς μου μεγάλωσε και έκανε οικογένεια, αυτός και η γυναίκα του απέκτησαν μαζί δέκα παιδιά! Συχνά, σε μας, τα εγγόνια του, διηγείτο αυτή τη μεγάλη τραγωδία που έζησε, ενίοτε μέχρι και 2-3 φορές στην ίδια ημέρα. Μιλούσε και έκλαιγε. Τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπο του παππού, ήταν όχι τόσο από οργή και θλίψη για τη μεγάλη τραγωδία που έπληξε τον αρμενικό λαό, όσο από τον πόνο ενός επτάχρονου παιδιού, που μέχρι το τέλος της ζωής του θυμόταν το πρόσωπο της μητέρας του. Ο παππούς συνήθιζε να λέει, ότι θα πρέπει να κάνουμε πολλά παιδιά, μεγάλες οικογένειες. Διότι, αν τυχόν συμβεί κάτι τραγικό, τότε σίγουρα κάποιος απ’ την οικογένεια θα επιβιώσει.
Άϊκ, 18 ετών

Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο
Ο προπάππος μου ήταν μάστορας και είχε βιοτεχνικά εργαστήρια στη Δυτική Τουρκία, στην περιοχή Μους. Όταν ξεκίνησαν όλα, το μόνο που πρόλαβε να πάρει μαζί του ξεφεύγοντας του φονικού κλοιού, ήταν το βιβλίο του Αρμένιου ποιητή και φιλόσοφου του Μεσαίωνα, Αγίου Γρηγορίου Ναρεκατσί. Αυτό το βιβλίο το έκρυψε στο στήθος του, κάτω από τα ρούχα. Μια μέρα, στο δρόμο του προς τη σωτηρία, συνάντησε δυο Τούρκους που θέλησαν να τον σκοτώσουν. «Βαράει» ο πρώτος μια τουφεκιά, το όπλο παθαίνει αφλογιστία. Σοκαρισμένος ο Τούρκος, έστρεψε το βλέμμα του μια στον προπάππο μου, μια στο συστρατιώτη του. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο δεύτερος Τούρκος οπλίζει και αυτός το όπλο του και πυροβολεί. Αλλά – ως εκ θαύματος – και πάλι το τουφέκι μπλόκαρε. Τότε, οι δυο Τούρκοι αφού κοίταξαν για άλλη μια φορά τον προπάππο μου, του είπαν: Θα σ’ αφήσουμε να ζήσεις. Έτσι σου πρέπει,  διότι κάτι σε προστατεύει… Αυτό το βιβλίο εξακολουθεί να φυλάσσεται μέχρι σήμερα στο σπίτι μας.
Αΐντα, 17 ετών
Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο
Η προγιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας, ζούσε στη Δυτική Αρμενία στο Καρς (στο παρελθόν, η πόλη Καρς ήταν η πρωτεύουσα της Αρμενίας, μία από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου). Ήταν 12 ετών όταν σκότωσαν τον αδελφό, τη μητέρα και την αδελφή της μαζί με τον αρραβωνιαστικό της. Η προγιαγιά διέφυγε της σφαγής με τον πατέρα και τον αδελφό της και βρέθηκαν στο αρμενικό χωριό Αμαμλού (η σημερινή πόλη Σπιτάκ), αλλά το 1918 ο πατέρας της προγιαγιάς μου επέστρεψε στην πόλη Καρς, και εκεί τον σκότωσαν. Στο Σπιτάκ, την προγιαγιά μου την φρόντιζε μιας καλή οικογένεια. Η ίδια ήταν πλέον 14 ετών. Αργότερα παντρεύτηκε τον γιο τους. Μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο σύζυγός της κλήθηκε στο Στρατό και – δυστυχώς - δεν γύρισε πίσω. Την εποχή εκείνη η προγιαγιά μου ήταν έγκυος. Γέννησε έναν γιο, ο οποίος δεν είδε ποτέ τον πατέρα του. Το Δεκέμβριο του 1988, στο Σπιτάκ έγινε σφοδρός σεισμός τρομακτικής ισχύος, που ισοδυναμούσε με δεκάδες ατομικές βόμβες που έπεσαν στη Χιροσίμα. Η πόλη σχεδόν ισοπεδώθηκε. 25 χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ 500 χιλιάδες άτομα έμειναν άστεγα.